ἀποκόπτοντας

ἀποκόπτοντας
ἀποκόπτω
cut off
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κάσιν, Ντάνιιλ Νίκιτιτς — (Daniil Nikitich Kashin, Μόσχα 1769 – 1841). Ρώσος συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και πιανίστας. Αρχικά επιβλήθηκε ως εξαίρετος διευθυντής ορχήστρας και δεξιοτέχνης του πιάνου, προκαλώντας το ενδιαφέρον του κοινού. Το συνθετικό του έργο συνδέεται …   Dictionary of Greek

  • Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική …   Dictionary of Greek

  • Ρέντμοντ, Τζον Έντουαρντ — (Redmond, 1856 – 1918). Ιρλανδός πολιτικός. Από το 1900 έγινε αρχηγός του Κόμματος του Home Rule (Αυτονομιστικό Κίνημα Ιρλανδίας), το οποίο και προσανατόλισε προς τα δεξιά, αποκόπτοντας τους δεσμούς του με τις λαϊκές μάζες. Αποτέλεσμα της στροφής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”